Ἐξομολογοῦμαι ἀπόψε ἐνώπιόν σας καί ὁμολογῶ στήν ἀγάπη σας ὅτι τούτη τήν ὥρα αἰσθάνομαι κάπως ἀμήχανα. Γιατί ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι μία μέρα ἰδιαίτερη καί σημαδιακή γιά μένα. Μία μέρα ἀνάμεικτη αἰσθημάτων βαθυτάτου πόνου καί θλίψεως, ἀλλά συνάμα δοξολογίας στόν ἐν Τριάδι Ἀληθινό Θεό, χαρᾶς, ἐλπίδας καί ἀνάμνησης ἀνεξίτηλων βιωμάτων. Τό πρωΐ τελέσαμε καθηκόντως τό ἑπταετές μνημόσυνο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός μας Μητροπολίτου κυροῦ Εὐγενίου, ἐνθυμούμενοι ὅλοι τήν πατρική ἀγάπη, τήν εὐγένεια τῆς ψυχῆς καί τῶν πολλῶν χαρισμάτων του, ἀλλά καί ὅλα ὅσα βιώμαμε κοντά του ἀπό μικρά παιδιά καί μαθητεύσαμε στήν ἀγαπῶσα καρδία του.
Ἀπόψε, τιμᾶται ἡ ἐλαχιστότητά μου, ὁ ἄμεσος διάδοχός του στήν ἱστορική Ἱερά Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καί Σητείας. Καί τιμᾶται στό πρόσωπο τοῦ Μητροπολίτου ὁλόκληρη ἡ Μητρόπολη. Καί τιμᾶται μέ τήν ἀνώτατη τιμητική διάκριση τοῦ Ριζαρείου Ἱδρύματος καί τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς, τό Παράσημο καί τό Μετάλλιο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος ἐπί 14 συναπτά ἔτη διηύθυνε τό Ἐκκλησιαστικό αὐτό Καθίδρυμα. Τόν Ἅγιο πού εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως ὁ μακαριστός Γέροντάς μας Εὐγένιος καί εἶχε προστάτη του καί βοηθό, κυρίως στίς δύσκολες στιγμές τῆς ἀρχιερατείας του. Καί μᾶς ἄφησε πολύτιμο θησαυρό τό παρόν ἀπότμημα ἀπό τά ἅγια λείψανά του, τό ὁποῖο τοῦ εἶχε δωρίσει ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Ὕδρας κυρός Ἱερόθεος σέ μιά στιγμή δοκιμασίας, ὅταν χτύπησε σέ τροχαῖο ἀτύχημα ὁ Κληρικός μας ὁ π. Εὐγένιος. Καί ἄν ζεῖ σήμερα ὁ Ἀδελφός μας, τοῦτο ὀφείλεται καθαρά στη θαυματουργό χάρη καί ἐπέμβαση τοῦ Ἁγίου στήν Ἐντατική Μονάδα τοῦ ΠΑΓΝΗ. Καί ἐγώ ἀξιώθηκα νά ζήσω αὐτό τό ὁλοζώντανο θαῦμα, ὅπως καί ἄλλο ἕνα παρόμοιο ἀπό τόν Ἅγιο στό Βενιζέλειο Νοσοκομεῖο σέ ἕνα νέο ἀπό τή Σητεία. Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος πού ἐπιλέξαμε αὐτήν τήν συμβολική ἡμέρα νά γίνει αὐτή ἡ τιμητική ἐκδήλωση.
Καί αἰτία αὐτῆς τῆς μεγίστης τιμῆς γιά μένα τόν ἀνάξιο καί ταπεινό Ἱεράρχη τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἕνας Ἄνθρωπος. Καί τονίζω τή λέξη ἄνθρωπος μέ τό ἄλφα Κεφαλαῖο, διότι στίς μέρες μας συναντᾶς πολλούς ἀνθρώπους μέ δεκάδες τίτλους καί περγαμηνές, ἐπιστήμονες ἀφοσιωμένους στήν ἐπιστήμη τους, ἀνθρώπους ὅμως ἐπιστήμονες μέ πολλές περγαμηνές καί διεθνεῖς διακρίσεις μέ σπάνιο ἦθος, σεμνότητα, ταπείνωση, καλοσύνη, εὐγένεια, ἀξιοπρέπεια καί πηγαία ἀγάπη συναντᾶς σπάνια. Καί ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι ο ἐλλογιμώτατος κ. Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, ἰσόβιο Μέλος τοῦ Πολυμελοῦς Συμβουλίου τοῦ Ριζαρείου Ιδρύματος, Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Oμότιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας τοῦ Εθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Αθηνών καί συντοπίτης μας ἀπό τήν ἱστορική Ἀνατολή Ἱεράπετρας, μέ τήν πλούσια καί μακραίωνη παράδοση καί τόν ἀπαράμιλλο πολιτισμό.
Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς κ. Καθηγητά γιά τήν πρότασή σας στό Συμβούλιο τοῦ Ριζαρείου Ἱδρύματος, γιά ὅλες σας τίς ἐνέργειες καί τήν πρωτοβουλία σας νά μοῦ ἀπονεμηθεῖ ἡ ὑψίστη αὐτή διάκριση καί σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι κάθε φορά πού συνομιλοῦμε αἰσθάνομαι δέος καί θαυμασμό γιά τήν προσωπικότητά σας, γιατί εἶστε ἕνας γίγαντας τοῦ πνεύματος, ἀλλά ταυτόχρονα διατηρεῖσθε καί ἕνας ταπεινός δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἕνας ἀκάματος σκαπανέας τῆς ἐπιστήμης, ἕνας ἀθόρυβος ὑπηρέτης τῆς γλώσσας, τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί τῶν γραμμάτων, πού δέν ξεχνᾶ τόν τόπο καταγωγῆς και τίς ρίζες του. Ἀποδέχομαι μέ χαρά καί ταπείνωση τήν ἀπονομή τῆς διακρίσεως, γιατί προέρχεται ἀπό μία προσωπικότητα τῆς ἐμβέλειας, τοῦ κύρους καί τοῦ μεγέθους σας. Διαβιβάσετε, παρακαλῶ καί στόν Πρόεδρο καί στά ἄλλα ἰσόβεια Μέλη τοῦ Δ.Σ. τοῦ Ριζαρείου Ἱδρύματος τίς ὁλόθερμες εὐχαριστίες καί τήν εὐγνωμοσύνη μου.
Εὐχαριστῶ ἰδιαιτέρως τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου κ. Ἀνδρέα, τόν σοφό δάσκαλό μου στό μάθημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας στά πανεπιστημακά ἕδρανα τοῦ Α.Π.Θ. πού αὐθόρμητα καί ἀδελφικά ὑπεβλήθη σέ πολύ κόπο καί παρευρίσκεται ἀπόψε ἐδῶ, μετέχοντας στήν ἐκδήλωση γιά νά μοιραστεῖ τή χαρά μας, τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς καί ἀγαπητούς ἱερεῖς τῆς Μητροπόλεώς μας, τόν Δήμαρχο τῆς πόλεώς μας κ. Θεοδόση Καλαντζάκη, τόν Ἀντιπεριφερειάρχη κ. Γιάννη Ἀνδρουλάκη, τούς Ἀντιδημάρχους, τούς ὑποψηφίους Δημάρχους καί Δημοτικούς Συμβούλους καί ὅλους ἐσᾶς τούς εὐσεβεῖς χριστιανούς, πού ὑποβληθήκατε στόν κόπο καί μετέχετε στήν σπουδαία αὐτή τιμητική διάκριση τοῦ Ποιμενάρχου σας.
Εἴθισται σέ ἀνάλογες περιπτώσεις ὁ τιμώμενος νά ἀναπτύσσει ἕνα θέμα. Θά προσπαθήσω μέ τίς πενιχρές δυνάμεις μου νά σᾶς ὑπενθυμίσω δυό λόγια γιά τόν Ἅγιο τοῦ αἰώνα μας, τόν μεγάλο Ἅγιο Νεκτάριο, μέ τό μετάλλιο καί τό παράσημο τοῦ ὁποίου τιμήθηκα. Ἴσως εἶναι γνωστά στούς περισσότερους. Ἀξίζει ὅμως νά τά θυμηθοῦμε. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἕνας ἀπό τούς νεώτερους Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι ὁ ἅγιος τῶν θαυμάτων καί τῆς ἐλπίδας κάθε πονεμένης ψυχῆς. Εἶναι ὁ «νεόφωτος ἀστέρας» τῆς Ὀρθοδοξίας, δοχεῖο τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνήσιος ἐραστής τοῦ ἐνάρετου βίου, «ἔνθεος θεράποντας» τοῦ Χριστοῦ καί σοφός Ἱεράρχης πού τήρησε στό ἔπακρο ὅλες τίς εὐαγγελικές ἀρετές. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του συνδυάζεται μέ τή χάρη τῆς θαυματουργίας καί τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί συγγραφή.
Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε στή Σηλύβρια τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης τό 1846 ἀπό πολυμελῆ καί πολύ φτωχή οἰκογένεια. Μετά τά πρῶτα γράμματα πού ἔμαθε στήν πατρίδα του ὁ κατά κόσμον Ἀναστάσιος Κεφαλᾶς, πῆγε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου παράλληλα μέ τή φοίτησή του στό σχολεῖο καί τό διάβασμά του ἐργαζόταν σκληρά σέ ἕνα συσκευαστήριο καπνοῦ γιά νά προσπορίζεται τά πρός τό ζῆν. Στή συνέχεια διετέλεσε δάσκαλος στή Χίο, ὅπου σε ἡλικία 30 χρονῶν, στίς 7 Νοεμβρίου τοῦ 1876, ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί ἐκάρη μοναχός στή «Νέα Μονή», λαμβάνοντας τό ὄνομα Λάζαρος. Δύο μῆνες ἀργότερα, στίς 15 Ἰανουαρίου 1877, χειροτονήθηκε ἱεροδιάκονος ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο.
Τίς γυμνασιακές του σπουδές συμπλήρωσε στήν Ἀθήνα, ὅπου εἶχε σταλεῖ μέ δαπάνη τοῦ ἐθνικοῦ εὐεργέτη Ἰωάννη Χωρέμη, ἑνός εὐκατάστατου εὐσεβοῦς χριστιανοῦ, πού εἶχε ἐκτιμήσει τά πλούσια ἠθικά καί πνευματικά προσόντα τοῦ νεαροῦ τότε Διακόνου Νεκταρίου. Κατόπιν σπούδασε στή Θεολογική Σχολή μέ ὑποτροφία, καί μετά τίς σπουδές του, τό 1885, ἀναχώρησε γιά τήν Αἴγυπτο, ὅπου ἐκλήθη νά ὑπηρετήσει στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας. Ἐκεῖ τό 1886 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, ἔλαβε τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καί στή συνέχεια διετέλεσε Γραμματέας τοῦ Πατριαρχείου. Ἀπέκτησε μεγάλη φήμη γιά τά κηρύγματά του καί τήν αὐστηρότητα τῶν ἠθῶν του, καί τό 1889 χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως τῆς Λιβύης. Μάλιστα στήν Μητρόπολη Πενταπόλεως ἦταν συνυποψήφιοι γιά τόν θρόνο μέ τόν τότε Ἀρχιμ. Ἀμβρόσιο Σφακιανάκη, τόν μετέπειτα Ἐπίσκοπο Ἱεροσητείας καί προκάτοχό μου, πού ἀναπαύεται στόν αὔλειο τοῦτο χῶρο. Αὐτός εἶναι ἕνας ἐπί πλέον λόγος πού ἐπιλέξαμε νά γίνει ἐδῶ δίπλα στόν τάφο του ἡ ἀποψινή ἐκδήλωση. Τοποθετήθηκε λοιπόν ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιο ὡς Ἐκπρόσωπός του στό Κάϊρο τῆς Αἰγύπτου ὁ νέος Μητροπολίτης Πενταπόλεως, ὅπου ἀνέπτυξε ἕνα πολύπλευρο ἐκκλησιαστικό ἔργο καί οἱ χριστιανοί τῆς πόλης ἐκδήλωναν μέ ἐνθουσιασμό τόν θαυμασμό τους γιά τή φωτισμένη προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Αὐτό, ὅμως, σέ συνδυασμό μέ τή σθεναρή ἐκ μέρους του προάσπιση τῶν δικαίων τοῦ Πατριαρχείου, καί η διαφαινόμενη ἐξέλιξή του πρόκαλεσαν τή ζήλεια καί τόν φθόνο, μίσος καί ἀντιδράσεις κάποιων, οἱ ὁποῖοι τόν συκοφάντησαν στόν ἡλικιωμένο Πατριάρχη καί ἀναγκάστηκε νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας.
Στήν ἡλικία μόλις τῶν 44 χρόνων του ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε αὐτό πού θά τόν κρατοῦσε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του σταθερό στή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, πού εἶχε ἐπιλέξει: Τό τῆς «ἀτιμίας πῶμα καθάρσιον», πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀπό τότε μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή, στά 74 του χρόνια, οὔτε στιγμή δέν τόν ἄφησε ἡ συκοφαντία, ἡ προσβολή, ἡ περιφρόνηση καί ἡ ταπείνωση ἀπό τούς ἄλλους. Ὅλα ἔμαθε νά τά βλέπει ὡς τά καρφιά τοῦ σταυροῦ του, πού ὁδηγοῦν στήν ὁδό τῆς Ἀναστάσεως. Ἔμαθε νά ἀγαπᾶ ἀπαλλαγμένος ἀπό τήν ἀγωνία νά εἶναι ἀποδεκτός, νά τιμᾶται καί νά εἶναι ἀρεστός, καί ἔστρεφε τό βλέμμα του στούς ταπεινούς καί καταφρονεμένους, στούς ἁπλούς, καθημερινούς καί ἀνώνυμους ἀνθρώπους, πού γι’ αὐτόν ἦταν τό χρυσάφι τῆς γῆς. Ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα τό 1890 καί γιά τρία χρόνια ἀπό τό 1891 μέχρι τό 1894, περιφερόταν ὡς ἁπλός ἱεροκήρυκας, ζώντας μέσα στήν ἀπόλυτη πτωχεία καί ἐξαθλίωση. Ἡ νέα διακονία, πού τοῦ ἀνέθεσε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος γιά νά ἐξασφαλίσει τά πρός τό ζῆν ἦταν τό κήρυγμα στήν Ἀθήνα, στή Χαλκίδα, στήν Κάρυστο, στή Σκόπελο, στή Σκιάθο, στή Σκύρο, στήν Ἀλόνησο, στό Ἀλιβέρι, στήν Κύμη, στή Λαμία, στό Δομοκό, στήν Ἄμφισσα, στό Γαλαξίδι, στήν Ἀταλάντη, σέ ξεχασμένα χωριά καί ἐνορίες τῆς Εὔβοιας καί τῆς Φθιώτιδας, ὅπου οἱ ἁπλοί καί διψασμένοι γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποί τους τόν δέχθηκαν μέ ἐνθουσιασμό καί ὀρθάνοικτη ἀγκαλιά.
Ὅμως, τό σπουδαιότερο γεώργιο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ὑπῆρξε τό γόνιμο χωράφι τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ὅπου εἶχε τή δυνατότητα γιά ὄργωμα καί σπορά στίς ψυχές τῶν Ἱεροσπουδαστῶν, διατελώντας 14 συναπτά ἔτη ὡς Διευθυντής της. Στίς 3 Ἰανουαρίου 1894 διορίστηκε διευθυντής τῆς Σχολῆς. Ἀνέλαβε στά χέρια του ψυχές νέων ἀνθρώπων καί ἐργάσθηκε νυχθημερόν μέ ἱερό ζῆλο καί λαχτάρα νά τούς ἑτοιμάσει νά στηρίξουν τήν Ἐκκλησία καί τήν πατρίδα. Πρῶτο μέλημά του ἦταν νά διαμορφώσει τούς ἀνθρώπους πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, μετά ἀληθινούς πατριῶτες καί τέλος χρήσιμους, ὄχι μόνον γιά τίς πνευματικές, ἀλλά καί στίς βιοτικές ἀνάγκες τοῦ λαοῦ πού κλήθηκαν νά διακονήσουν. Προσπάθησε νά θρέψει καί τόν νοῦ καί τήν καρδιά τους. Σχολεῖο τους δέν ἄφησε νά εἶναι μόνο τά θρανία τῆς τάξης τους, ἀλλά σχολεῖο τους ἔκανε καί τά στασίδια τῆς ἐκκλησίας. Ὅσο ἐπιθυμοῦσε μέσα ἀπό τή γνώση νά ἀνοίξει τό μυαλό τους, ἀλλό τόσο προσδοκοῦσε μέσα ἀπό τίς ἱερές ἀκολουθίες νά πλατυνθεῖ ἡ ψυχή τους. Θέλησε νά διαμορφώσει μορφωμένους ἀνθρώπους, κληρικούς καταρτισμένους, ὡραῖες ψυχές, πού πρῶτ’ ἀπ᾿ ὅλα νά συμπονοῦν τόν ἀναγκεμένο, τόν δοκιμαζόμενο καί τόν καταφονεμένο, καί μετά νά προσφέρουν λόγο Θεοῦ, λόγο μεστό καί ταπεινό, γεμάτο συγκατάβαση κι ἐλπίδα. Τούς ἔδωσε ὅμως καί ἐφόδια ἔμπρακτης συμπαράστασης τῶν ψυχῶν πού θά τούς ἐμπιστευόταν ὁ Θεός. Ἔκπληκτοι ἔμειναν οἱ ὑπάλληλοι τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας ὅταν ὁ Ἅγιος πρότεινε νά διδάσκεται στή Ριζάρειο τό μάθημα τῶν Γεωπονικῶν, γιά νά μποροῦν οἱ αὐριανοί κληρικοί καί δεσμούς μέ τούς ἐνορίτες τους νά ἀναπτύξουν μέ τίς γνώσεις τους γιά τήν καλλιέργεια τῆς γῆς καί μέ ἀξιοπρέπεια νά ἐξοικονομοῦν τά πρός τό ζῆν, ἀφοῦ τότε οἱ ἱερεῖς δέν μισθοδοτοῦνταν ἀπό τό κράτος.
Στή Ριζάρειο ἐργαζόταν ὁ ἴδιος προσωπικά, δίδασκε, μελετοῦσε, ἔγραφε συνεχῶς καί προσευχόταν ὧρες ἀτέλειωτες. Δέν δίσταζε νά κάνει καί τίς πλέον ταπεινές ἐργασίες, καί δέν ὑπῆρξε διακόνημα, καθῆκον ἀκόμα καί «ἀνάρμοστη» γιά τή θέση του χειρωνακτική ἐργασία, πού νά ὑπέδειξε σέ μεγάλο ἤ μικρό μαθητή τῆς Σχολῆς, πρίν τόν δεῖ νά καταπιάνεται πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος. Ἄλλωστε δέν ὑπάρχει πιό ἀποτελεσματική μέθοδος ἀπό τό ἴδιο τό παράδειγμα τοῦ δασκάλου. Παράλληλα ἡ δράση του ἐκτεινόταν καί ἐκτός τῆς σχολῆς καί χιλιάδες ἄνθρωποι εὐεργετοῦνταν ποικιλότροπα ἀπό αὐτόν σέ μιά ἐποχή μεγάλης φτώχειας. Μέ τήν ἐλεημοσύνη καί τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου τόνωνε τήν τότε ἀθηναϊκή κοινωνία, ἡ ὁποία προσέτρεχε συχνά στά κηρύγματά του μέ δίψα.
Τά δεκατέσσερα χρόνια, πού ἔμεινε στή Ριζάρειο ἦταν χρόνια «φόβου καί τρόμου» μπροστά στήν εὐθύνη νά σφραγίζει ἀνθρώπινες προσωπικότητες μέ τόν λόγο καί τό παράδειγμά του. Μόνο ἕνας φοίνικας στήν κάτω πλευρά τῆς Σχολῆς γνωρίζει τά δάκρυα πού ξεχείλιζαν τά μάτια τους τίς νύκτες τῶν προσευχῶν του, γιά νά τόν φωτίσει ὁ Θεός τί πρέπει κάθε στιγμή νά λέει καί νά πράττει, μήν πάρει ψυχές στό λαιμό του, μήν ὁδηγήσει ἀνθρώπους, ἄθελά του, σέ λάθος ἀτραπούς πού δέν ὁδηγοῦν στήν ὁδό τῆς ψυχικῆς σωτηρίας τους.
Τό ἔργο του στή Ριζάρειο ἦταν ὀργανωτικό, ἐκπαιδευτικό, συγγραφικό καί παιδαγωγικό. Κατάφερε νά δώσει νέα πνοή στό ἐκπαιδευτικό πρόγραμμα τοῦ Ἱδρύματος. Ἐνδεικτική τοῦ ἀγωνιώδους ἐνδιαφέροντος τοῦ Ἁγίου γιά τήν πληρέστερη κατάρτιση τῶν μαθητῶν του καί τήν προσέλευσή τους στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου, εἶναι καί ἡ ἐπιστολή ποῦ εἶχε ἀπευθύνει στίς 4 Ἰουνίου 1894 στόν πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, στόν ὁποῖο ἔθετε τό πρόβλημα καί πρότεινε συγκεκριμένες λύσεις, ὅπως ἦταν ἡ ἀναπροσαρμογή τῆς ὕλης τοῦ σχολικοῦ προγράμματος, ἡ ἀπασχόληση τῶν ἀποφοίτων ὡς δασκάλων μέχρι τό τριακοστό ἔτος τῆς ἡλικίας τους πού θεωρεῖται ὡς ὁ κατάλληλος χρόνος χειροτονίας τους, ἡ ἱκανοποιητική ρύθμιση τῶν ἀποδοχῶν τους ὡς μορφωμένων ἱερέων κ.λπ. Ἐπίσης πρότεινε τήν εἰσαγωγή τοῦ μαθήματος τῶν Γεωπονικῶν στή Σχολή, ὥστε οἱ ἀπόφοιτοι νά εἶναι καί εὐρύτερα ὠφέλιμοι στήν κοινωνία. Καί ὅλα αὐτά ταυτόχρονα μέ τήν ἄοκνη φροντίδα του γιά τή βελτίωση τῆς διατροφῆς καί για τήν ἄθληση τῶν ἱεροσπουδαστῶν.
Στά 14 χρόνια τῆς διακονίας του στή Σχολή (1894-1908), ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐνέπνευσε τούς σπουδάστες μέ τή φωτισμένη διδασκαλία του καί πρό παντός μέ τήν ἁγιότητα καί τό παράδειγμα τῆς ζωῆς του. Πολλοί ἀπό τούς σπουδαστές του ἔγιναν ἐξαίρετοι ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς, ἀλλά καί λαμπροί ἐπιστήμονες.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, μέ τίς βαθιές παιδαγωγικές γνώσεις του, ἐφάρμοσε ἕνα ὁλοκληρωμένο παιδαγωγικό σύστημα. Σύμφωνα μέ αὐτό κύριοι παράγοντες ἀγωγῆς εἶναι ἡ οἰκογένεια πρῶτα καί στή συνέχεια τό σχολεῖο, ὅπου ἡ παιδευτική λειτουργία πραγματώνεται ἀπό τόν ἑκάστοτε παιδαγωγό-δάσκαλο. Ὅπως εἶναι φυσικό δέν μπορεῖ νά λείψει καί ἡ Ἐκκλησία ὡς παράγοντας ἀγωγῆς, μέ τόν πνευματικό ποιμένα νά γίνεται παιδαγωγός. Ὁ Ἅγιος κάνει λόγο γιά διανοητική, ἠθική καί θρησκευτική ἀγωγή, γιά τή σωματική ἄσκηση, τή συμβουλευτική κατεύθυνση τοῦ παιδιοῦ καί τοῦ ἐφήβου, ὅπως ἐπίσης καί τήν ἀγωγή τῶν γονέων. Ἀκόμη, ἀναφέρεται στήν παιδαγωγική μεθοδολογία, ὅπου περιγράφονται διάφορες παιδαγωγικές μέθοδοι ἀλλά καί παιδαγωγικά μέσα πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τῆς ἀγωγῆς, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ συνεχής προσευχή, ὁ ἔπαινος ἀλλά καί ἡ αὐτοτιμωρία τοῦ δασκάλου. Εἰδικά τό τελευταῖο μέσο ἀγωγῆς τό συναντήσαμε τήν ἐποχή κατά τή ὁποία ὁ Ἅγιος ἦταν διευθυντής στήν Ριζάρειο Ἐκκλησιαστική Σχολή, ὅπου ὅταν μαθητές τῆς Ριζαρείου ἦρθαν στά χέρια, ὁ ἴδιος ἀντί νά τούς τιμωρήσει, θεώρησε τόν ἑαυτόν ὑπαίτιο καί αὐτοτιμωρήθηκε μέ ἀσιτία τριῶν ἡμερῶν, γεγονός πού εἶχε σοβαρό ἀντίκτυπο στούς μαθητές.
Ὑπηρέτησε στή Ριζάρειο ἕως τό Φεβρουάριο τοῦ 1908, πού παραιτήθηκε γιά λόγους ὑγείας. Ἡ θητεία του ἔληξε καί ὁ Ἅγιος εἶχε πετύχει οἱ διοικητικές μέριμνες καί εὐθύνες του, πού συνεπάγονταν αὐτή τή θέση, νά μήν τοῦ κρύψουν καί νά μήν χάσει τά μείζονα καί οὐσιώδη. Παρά τή διαρκῆ ἐνασχόλησή του μέ τίς ἐγκόσμιες ὑποθέσεις, προγράμματα σπουδῶν, διδασκαλία, διοικητικές ἐκκρεμότητες, ὅπου πρίν λυθεῖ τό ἕνα ζήτημα ἀναφυόταν ἕνα ἄλλο, τίποτε δέν ἦταν πιό μεγάλη προτεραιότητα ἀπό τόν διαρκῆ φόβο του νά μήν χάσει αὐτόν τόν ἕνα, τόν καλό μαργαρίτη, πού δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τήν καλήν ἀπολογία. Δηλ. τή διαρκή ἀνάμνηση τῆς στιγμῆς πού θά βρεθεῖ, ὅπως ὅλοι μας, ἐνώπιον τοῦ Δικαιοκρίτου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τό 1908 μετά τήν παραίτησή του ἀπό τή διεύθυνση τῆς Σχολῆς, ἀποσύρθηκε στήν Αἴγινα, στή γυναικεία Μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος, τήν ὁποία ὁ ἴδιος εἶχε ἀρχίσει νά ἀνεγείρει τό 1904 στήν τότε ἐγκαταλελειμμένη ἀπό τό 1834 Μονή τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ἡ Χρυσάνθη Στρογγυλοῦ, ἡ μετέπειτα Ἡγουμένη τῆς Μονῆς, μιά τυφλή καί εὐσεβής γυναίκα, καί μερικές ἀκόμα γυναῖκες, πού εἶχαν ἕναν ἔνθερμο ζῆλο γιά τόν μοναχισμό καί ἀποφάσισαν νά ἀκολουθήσουν τό μοναστικό βίο μέ τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὅταν τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1904 ἐπισκέφθηκε τήν Αἴγινα, τόν ὑποδέχθηκε στό νησί ὁ Σπύρος Ἀλυφαντῆς, ἕνα παλικάρι δεμένο μέ δαιμόνιο, πού ὠρυόταν «ἔρχεται ὁ Πενταπόλεως». Ὁ Θεός εἰσάκουσε τήν προσευχή τοῦ ἁγίου Νεκταρίου καί τόν ἀπάλλαξε ἀπό τό δαιμόνιο, ἀλλά ὁ ἅγιος ἔλαβε ἕνα σημάδι γιά ποιόν σκληρό ἀγώνα και, κυρίως, γιά ποιόν ἀντίπαλο τόν εἶχε προορίσει ἡ Χάρη Του. Ἀντίκρυσε ἐρειπωμένα οἰκήματα, δύο ἑτοιμόρροπα κελιά, ἀπόλυτη ἔλειψη χρημάτων γιά τό ξεκίνημα τῶν ἐργασιῶν, ξεραΐλα τοῦ τόπου, ἀφοῦ εἶχε νά βρέξει τρισήμισι χρόνια. Ἐδέησε ὅμως ὁ Κύριος κι ἔκανε τά δάκρυα τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου ἀσταμάτητη γιά ὧρες βροχή γιά νά ξεδιψάσει τό χῶμα, τά ζωντανά κι οἱ ἄνθρωποι.
Ἐκεῖ στό μοναστήρι πέρασε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του ἐκτελώντας καθήκοντα Ἐφημερίου καί Πνευματικοῦ τῆς Μονῆς, καί συνεχίζοντας τό πλούσιο θεόπνευστο θεολογικό συγγραφικό ἔργο του. Ἔδωσε ὅλη τήν ἀγάπη καί τή στοργή του, πρῶτος ἐκεῖνος σήκωνε τά μανίκια του καί ἔκανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι του, κάθε χειρωνακτική ἐργασία πού ἔπρεπε νά γίνει. Φρόντιζε τούς κήπους τοῦ μοναστηριοῦ, μετέφερε πέτρες καί βοήθησε στήν ἀνέγερσή τῶν μοναστηριακῶν κτισμάτων πού χτίστηκαν μέ δικά του κεφάλαια. Ὡς πνευματικός πατέρας τοῦ μοναστηριοῦ, ἔγινε γνωστή ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ σοφία καί ἡ διορατικότητά του, μέ πολλούς μοναχούς, ἱερεῖς καί λαϊκούς νά τόν ἀναζητοῦν γιά νά λάβουν συμβουλές.
Στίς 2 Ἰουνίου 1908 ἐγκαινιάσθηκε ὁ νέος Ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ἀπό τότε γιά δώδεκα χρόνια ὁ ἅγιος ἦταν ὁ ἐφημέριος, ὁ πνευματικός, ὁ λειτουργός, ὁ ἱεροκήρυκας, ὁ πατέρας τόσων ψυχῶν καί μαζί καθαριστής, κηπουρός, τσαγκάρης καί χτίστης, μέχρι τά γεράματά του. Μέρα μέ τή μέρα ἄνθιζε τό Μοναστήρι καί ἄλλαζε ὅλο τό νησί, γιατί μέρωνε ὁ τόπος καί μερώνανε μαζί του καί οἱ ἄνθρωποι. Ὁ ἅγιος γνώριζε καλά ὅτι θεματοφύλακας καί ἐλπίδα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό Ὀρθόδοξο μοναστήρι, γι᾿ αὐτό καί πάσχισε νά στερεώσει ἕνα μοναστήρι πιστό στήν παράδοση ἀλλά καί ἕτοιμο νά στέρξει στίς ἀνάγκες τοῦ καιροῦ του.
Ὅμως καί σ’ αὐτό τό τελευταῖο στάδιο τῆς ζωῆς του οἱ δοκιμασίες, οἱ συκοφαντίες καί οἱ ταπεινώσεις δέν ἐξέλιπαν. Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά χρόνια δέν ἀσχολήθηκε μέ τό αἴτημα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά νά ἀναγνωρίσει ἐπίσημα τό μοναστήρι. Ἀκόμα κάποια κυρά-Εἰρήνη, ἡ «κεροῦ» ὅπως τή λέγανε γιατί πωλοῦσε κεριά σέ προσκυνητές πέριξ τῆς Ἱ. Μονῆς, μέ τίς διαβολές της, ἐπειδή ἡ κόρη της ἤθελε νά γίνει μοναχή καί νά ἐνταχθεῖ στήν ἀδελφότητα τοῦ 72χρονου τότε, ταλαιπωρημένου καί ἀποστεωμένου ἁγίου Νεκταρίου, συνέβαλε τά μέγιστα ὥστε ὁ ἅγιος νά κρατηθεῖ σταθερά στή στενή καί τεθλιμμένη ὁδό, ἐκτοξεύοντας συκοφαντίες καί ἀνυπόστατες κατηγορίες ἐναντίον του.
Μέ τήν ἐργατικότητα, τή βαθειά πίστη, τήν εἰλικρινή ἀγάπη, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν ἐντατική μελέτη, τήν ταπείνωση, τή συγχωρητικότητα καί τόν συνεχή πνευματικό του ἀγώνα ἔφθασε στήν ἀπόλυτη μίμηση τοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνέθεσε ὅλη του τή ζωή καί τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας του. Σιωποῦσε γιά τούς συκοφάντες του, γιατί ὁ νοῦς του ἦταν στραμμένος συνεχῶς στόν οὐρανό καί μέσα του λαλοῦσε ὁ Χριστός πού εἶπε: «Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν». Μελετοῦσε συνεχῶς τήν Ἁγία Γραφή καί τά ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί προσπαθοῦσε πρῶτος ἐκεῖνος νά διδάσκεται ἀπό αὐτά καί νά τά ἐφαρμόζει, ἀλλά νά τά μεταδίδει βιωματικά στούς συνομιλητές του, κατά τρόπο συστηματικό καί εὐκατανόητο. Ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη ἡ φήμη του ὡς ἁγίου, ὡς ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, ἐξαπλώθηκε γρήγορα, καί μετά τόν θάνατό του ὁ τάφος του στήν Αἴγινα κατέστη μέχρι τίς μέρες μας τόπος παγκόσμιου ἱεροῦ προσκυνήματος.
Ἡ ἁγιότητά του δέν ἄργησε νά φανεῖ. Τό τίμιο σκήνωμά του ἔμεινε ἄφθορο γιά 30 χρόνια, παρά τίς τρεῖς (3) ἐκταφές του. Ἄπειρα θαύματα ἄρχισαν νά ἐπιτελοῦνται καί συνεχίζουν ὥς τά σήμερα στό ὄνομά του.
Στίς 20 Ἀπριλίου 1961 ἀνακηρύχθηκε Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας μέ Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη, ἀπό τόν μεγάλο Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ὡς Ἀρχιδιάκονος τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Μελετίου Μεταξάκη, εἶχαν ἐπισκεφθεῖ τόν Ἅγιο στήν Αἴγινα καί μάλιστα εἶχε μία μικρή φωτογραφία τοῦ Ἁγίου πάντοτε μαζί του, πού τοῦ δώρισε τότε ὁ Ἅγιος, προφητεύοντας ὅτι θά διακονήσει τήν Ἐκκλησία ἀπό τά ὕπατα ἀξιώματα. Ἀλλά τά βάσανα τοῦ ἁγίου δέν τέλειωσαν οὔτε μέ τό θάνατό του. Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ἀρνοῦνταν νά ἀναγνωρίσει τήν ἁγιότητά του καί νά τιμήσει τή μνήμη του. Πέρασαν κοντά σαράντα χρόνια ἀπό τήν ἁγιοκατάταξή του, στίς 15-1-1998, γιά νά ἀποκαθισταθεῖ ἡ ἐκκλησιαστική τάξη τοῦ Ἁγίου ἡ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, νά τόν συμπεριλάβει στούς ἁγιολογικούς δέλτους της. Καί παρακαλώντας τόν Ἅγιο Νεκτάριο νά συγχωρήσει αὐτούς καί τούς προκατόχους τους στο Θρόνο της Ἀλεξάνδρειας «γιά ὅλα τα ὁποῖα, λόγω ἀνθρώπινης ἀδυναμίας, ὁ Ἅγιος Πατήρ μας, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως Ἅγιος Νεκτάριος ἔπαθε».
Μέ τήν ὁσιότητα τοῦ βίου του, μέ τό πλούσιο καί θεόπνευστο κηρυκτικό καί συγγραφικό ἔργο του καί ὡς ἄξιος καί πιστός ἱερουργός καί ὑπηρέτης τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας δόξασε τόν Χριστό καί ἐπάξια ἀντιδοξάσθηκε. Δοξάσθηκε «τῇ δυνάμει τοῦ Παρακλήτου» καί «τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Πνεύματος», ὁ Θεός τόν «ἐθαυμάστωσε» γιά νά καταδειχθεῖ ὅτι «ἡ δύναμις» τοῦ Θεοῦ «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα νά ἐνεργεῖ μέ τή δύναμή Του θαύματα, νά ἀποδιώκει δαίμονες, νά θεραπεύει κάθε εἴδους ἀσθένειες καί γενικά νά παρέχει πλούσια τήν εὐεργετική καί ἁγιαστική του χάρη, τόσο ὅσο ζοῦσε, ὅσο καί μέσω τῶν ἁγίων λειψάνων του μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του, στίς 8 Νοεμβρίου 1920, ὁπότε παρέδωσε τήν ἁγιασμένη ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου μαρτυρεῖται ἀπό τό πλῆθος τῶν συνεχῶν θαυμάτων του μέχρι τίς μέρες μας. Ἐνδεικτικός τοῦ χαρίσματος αὐτοῦ του ἁγίου εἶναι ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου τοῦ Δ. Παναγόπουλου «Οὐδέν ἀνίατον κατά τόν Ἅγιον Νεκτάριον», στό ὁποῖο εἶναι καταγεγραμμένα 158 θαύματα τοῦ ἁγίου. Ἀκόμη καί ὁ θάνατός του ἔγινε πρόξενος θαυμάτων, καθώς μιά νοσοκόμα καί μιά μοναχή ἑτοίμαζαν τό σῶμα του γιά μεταφορά πίσω στό μοναστήρι τῆς Αἴγινας, ἔβγαλαν τό πουλόβερ του καί τό ἔβαλαν γιά μιά στιγμή στό κρεβάτι ἑνός παράλυτου στό διπλανό κρεβάτι. Ἀμέσως ὁ ἄντρας ἀνέκτησε τίς δυνάμεις του καί ἄρχισε νά περπατᾶ, ἐνῶ μιά δυνατή, ἄρρητη εὐωδία γέμισε ὁλόκληρο τόν θάλαμο.
Ἀλλά, ἀναμφισβήτητο στοιχεῖο πού τόν ἀνέδειξε ἅγιο στή συνείδηση τῶν χριστιανῶν ἦταν ὁ τρόπος πού ἀντιμετώπισε τήν ἐχθρότητα, τόν φθόνο, τίς διαβολές καί τήν κακία τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων. Δέν εἶναι τυχαῖο πού ὁ προφητάναξ Δαυίδ ἀπευθυνόμενος στό Θεό ἔλεγε: «λύτρωσαί με ἀπό συκοφαντίας ἀνθρώπων, καί φυλάξω τάς ἐντολάς σου» (Ψαλμ. 118,134), καθώς ὁ ἐχθρός διάβολος γνωρίζει τή σκληρότητα καί τήν ὀδύνη, πού προκαλεῖ αὐτή ἡ κακία καί τή μεταχειρίζεται κατά τῶν ἰσχυρῶν του ἀντιπάλων. Σέ ὅλη του τή ζωή ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὑπέστη διωγμούς, αἰσχρές συκοφαντίες καί προσβολές. Ὅλα αὐτά ὅμως, τά ἀντιμετώπισε μέ ἰώβια ὑπομονή, μέ ἀνεξικακία, μέ συγχωρητικότητα καί ἀπέραντη ἀγάπη. Τούς συκοφάντες τούς ἀντιμετώπιζε ὡς εὐεργέτες. Δέν κράτησε καθόλου πικρία στήν καρδιά του γιά ὅσους τόν ἀδίκησαν καί τόν στεναχώρησαν, ἀντίθετα, ὅταν τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία τούς εὐεργετοῦσε. Ὅταν τόν κατηγοροῦσαν οὐδέποτε ἀντιδικοῦσε, παρέμενε πράος καί ἔλεγε πάντα πώς ὁ Θεός θά δικαιώσει τό δίκαιο καί τήν ἀλήθεια. Ταπεινός, μοναχικός καί παρ’ ὅλα αὐτά προσηνής, ὁ ἤδη σεβάσμιος γέροντας Νεκτάριος ἔγινε παράδειγμα ἀνιδιοτελοῦς προσφορᾶς καί ἀγάπης στούς πονεμένους συνανθρώπους του στίς δύσκολες ἐποχές πού διένυαν.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἐκτός τό ποιμαντικό καί διδακτικό ἔργο του ἀνέπτυξε καί μία σπουδαία θεολογική διδασκαλία, κατά τήν ὁποία ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη. Τό Θεῖο ἀποκαλύπτει τή δόξα τοῦ μόνο σε ἐκείνους πού ἔχουν τελειοποιηθεῖ μέσω τῆς ἀρετῆς. Αὐτός πού εἶναι πραγματικά τέλειος στήν ἀρετή γίνεται μέσω τῆς Θείας βοήθειας ἔξω ἀπό τή σάρκα καί τόν κόσμο, καί εἰσέρχεται ἀληθινά σέ ἕναν ἄλλο, πνευματικό κόσμο. Χωρίς θεία χάρη, χωρίς ἀποκάλυψη, κανένας ἄνθρωπος, ἀκόμη καί ὁ πιό ἐνάρετος, δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τή σάρκα καί τόν κόσμο. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στούς ταπεινούς πού ζοῦν σύμφωνα μέ τήν ἀρετή, συμπληρώνει ὁ ἅγιος.
Στό σύγγραμμά του «Τό γνῶθι σ’ αὐτόν» ἀντιπαραραθέτει τόν κοσμικό ἄνθρωπο πού εἶναι προσκολλημένος στό παρόν καί στίς ὑλιστικές ἀξίες καί τόν ἔχει πλημμυρίσει τό ἄγχος καί ἡ ἀγωνία, ὁδηγώντας τον σέ ὑπαρξιακό ἀδιέξοδο, μέ τόν πνευματικό ἄνθρωπο, αὐτόν πού ἔχει τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί εἶναι πλήρης χαρᾶς καί αἰσιοδοξίας, γεμάτος ἐλπίδα, ἀγάπη, δίκαιος, ἀληθινός, ταπεινός καί γενικά δέν ὑπάρχει ἀρετή πού νά μήν εἶναι κτῆμα του, λόγῳ τῆς τήρησης τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν. Αὐτή ἡ μακαριότητα δέν εἶναι μιά ὑπόσχεση πού θά πραγματοιποιηθεῖ σέ μιά μετά θάνατον ζωή ἀλλά βιώνεται «δι’ ἐσόπτρου καί ἐν αἰνίγματι» (Α΄ Κορ. 13,11) ἤδη ἀπ’αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος τονίζει ὅτι αὐτό πού κάνει τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι ἡ συνείδησή του, ἤ ἀλλιῶς ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ μέσα του καί ὁ τρόπος πού θά ἀνταποκριθεῖ σ’ αὐτή. Ὁ ἄνθρωπος πού ἦλθε στόν κόσμο αὐτό βρίσκει τήν εὐτυχία ἄν ἀνταποκριθεῖ στή φωνή τῆς συνείδησής του καί ἐάν ἐλεύθερα πράττει καλῶς, ἄν ὑπακούει, διαφυλάττει ἀκέραιο καί ἐφαρμόζει στή ζωή του τόν ἠθικό νόμο τοῦ Θεοῦ. Στό κεφάλαιο «Ἠθικές ἀρετές τοῦ γνωστικοῦ» ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή «ἡ σοφία εἶναι ἡ μυστική ἕνωση μέ τόν Θεό, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόλαυση γιά τούς ἄξιους πού τήν ἐπιδιώκουν καί ἡ ὁποία ἐξομοιώνει μέ τόν Θεό αὐτόν πού μετέχει σ’αὐτήν».
Ἀντίθετα ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος ὅσο καί νά προσπαθεῖ νά βρεῖ τρόπους νά εὐτυχήσει μέ τό χρῆμα, τή δόξα, τήν ἀπόλαυση τῶν ἡδονῶν τοῦ βίου κ.ο.κ., δέν θά καταφέρει τίποτα, ἀφοῦ στήν εὐτυχία ὁδηγεῖ τό ἀγαθό καί τό ἀγαθό εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ὅ,τι Αὐτός ὁρίζει καί ἐντέλλεται. Οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ λειτουργοῦν ὡς ὁδοδεῖκτες τῆς πορείας πρός τόν Χριστό καί τή μέλλουσα βασιλεία.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔγινε πραγματικός «κανόνας πίστεως» γιά ὅλους ἐμᾶς, ἀφοῦ πρῶτα ὁ ἴδιος βίωνε τίς εὐαγγελικές ἀλήθειες καί κατόπιν τίς δίδασκε μέ τόν λόγο του καί μέ τό παράδειγμά του. Αὐτό πού τόν συγκινοῦσε περισσότερο στή ζωή του καί τόν «ἔδενε» μέ τόν Χριστό ἦταν ἡ ἔμπρακτη, μέχρι σταυρικοῦ θανάτου, ἀγάπη καί ταπεινοφροσύνη Του, καί ἔβαλε στόχο νά μήν λοξοδρομήσει ποτέ ἀπό τό παράδειγμά Του. Σέ ὅλη τήν ἐπίγεια πορεία του ἀναδεικνύεται ἔνθερμος ἐραστής τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἐγκάρδιος ὑμνητής τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, γιά τήν ὁποία ἔγραψε 5.000 στίχους. Ἔχει συντονίσει τή δική του θέληση μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ, καί γίνεται ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ «παθών καί μαθών τά θεῖα». Μέ τήν πνευματική του ἄσκηση καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τήν εὐγλωττία τῆς σιωπῆς γίνεται εὐάρεστος στόν Θεό». Κηρύσσει, ἐξομολογεῖ, νουθετεῖ, θυσιάζεται γιά τόν πλησίον. Ἡ παρουσία του γαληνεύει, εἰρηνεύει, ἐμπνέει τούς πάντες. Ἦταν τόσο ταπεινός, πού ἄν καί ἐπίσκοπος ταυτόχρονα ἐργαζόταν, ὅπως ὁ ἔσχατος ἐργάτης στήν Ἱ. Μονή του. Γνώριζε καλά ὅτι ὑψοποιός δύναμη καί ἡ πηγή ὅλων τῶν καλῶν εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὅπως ἔγραψε στούς λόγους του «Περί ταπεινοφροσύνης», κατά τήν Σοφία Σειράχ «ὅσο πιο μεγάλος εἶσαι, τόσο περισσότερο νά ταπεινώνεις τον ἑαυτό σου καί θά βρεῖς χάρη ἀπό τόν Κύριο» (3,18). Ἔκανε πράξη τό τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού ἔγραψε «ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ φρονήματος, νά ἀντιμετωπίσεις μέ γενναιότητα τίς προσβολές τῶν ἄλλων, νά βλέπεις βαθιά τήν ἁμαρτία σου, νά ὑπομένεις τίς κατηγορίες».
Ἰδιαίτερα γιά ἐμᾶς τούς Ἐπισκόπους ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶναι τό ὑπόδειγμα τοῦ Ἱεράρχου καί πνευματικοῦ ἀνθρώπου, πού καθοδηγεῖται ἀπό τό θεῖο Πνεῦμα. Γνωρίζει τά πάντα γιατί ἔχει «νοῦν Χριστό», τά πράττει μέ ἀκρίβεια καί ἔχει παρρησία στόν Θεό, πού εἶναι βασικό γνώρισμα τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Συκοφαντεῖται βαριά καί ὑπομένει εἰρηνικά, προσεύχεται, συγχωρεῖ καί εὐχαριστεῖ γιά ὅλα. Ἡ ζωή του μᾶς διδάσκει τήν ὑπομονή, τήν ἐγκαρτέρηση καί τή σιωπή μπροστά στούς πειρασμούς, τίς θλίψεις καί τίς ἀδικίες. Μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀνεξικακία, τήν ἀγάπη, τήν προσευχή, τήν στοργή, τίς θυσίες καί τήν κατάνοηση στόν ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι ἁπλός στή συμπεριφορά του καί δέν κρατάει κακία σέ κανέναν. Μᾶς διδάσκει ἀκόμη τήν ὑπακοή στίς ὅποιες ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ἔστω καί ἐάν αὐτές καμιά φορά εἶναι ἄδικες, διότι πίσω ἀπό αὐτές κρύβεται τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού «πάντα πρός τό τοῦ πλάσματος συμφέρον οἰκονομεῖ».
Περατώνω τήν ταπεινή αὐτή ομιλία μου μέ τήν εὐχή νά μιμηθοῦμε ὅλοι μας τήν ὑψοποιό ταπείνωση καί τήν καρτερία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ὁ ὁποῖος πέρασε ὅλα τά σκαλοπάτια τῶν ἀρετῶν, ἔχοντας βέβαιη τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς, γιά νά ἀκολουθήσουμε καί ἐμεῖς τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν!
Σᾶς εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας καί θά ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι τήν διάκριση αὐτή τήν ἀφιερώνω στούς μακαριστούς προκατόχους μου πού διακόνησαν τήν Ἱερά Μητρόπολη Ἱεραπύτνης καί Σητείας κατά τόν 20ό αἰώνα: Εὐγένιο (Πολίτη) 1994-2016, πού κοιμήθηκε πρίν ἀκριβῶς ἀπό ἑπτά χρόνια σάν σήμερα, Φιλόθεο τόν Β´ (Βουζουνεράκη) 1961-1993 καί Φιλόθεο τόν Α´ (Μαζοκοπάκη) 1936-1960, πού ἑόρταζαν σάν σήμερα, μνήμη τοῦ ὁσίου Φιλοθέου, τήν ὀνομαστική τους γιορτή, καί Ἀμβρόσιο (Σφακιανάκη) 1890-1929, πού ἦταν συνυποψήφιος μέ τόν Ἅγιο Νεκτάριο στήν Μητρόπολη Πενταπόλεως. Ἄς τούς ἀναπαύει ὁ Θεός μετά τῶν Ἁγίων καί ἄς ἔχουμε τίς εὐχές τους.