ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΡΥΔΙΑΝΗΣ ΙΕΡΑΠΕΤΡΑΣ (Α)
Εισαγωγή
Η θέση της Μονής
Ο οικισμός Καρύδι
Η ίδρυση της Μονής και η πιθανή προέλευση της
Το κτηριακό συγκρότημα
Το καθολικό και η αγιογράφηση του
Οι βοηθητικοί χώροι – οχύρωση
Το μοναστικό προσωπικό
Η περιουσία της Μονής
Ένα θρυλούμενο θαύμα
Μια παράδοση για ένα ασκητή
Το καλογεροπαίδι που έγινε Πατριάρχης
Ένας ταπεινός λευίτης στη Μονή της Παναγίας Καρυδίου
Η Μονή Καρυδίου στους Απελευθερωτικούς αγώνες του Νησιού
Η Μονή κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας
Η Μονή σήμερα
Επίλογος
Παραπομπές
Βιλβιογραφία – Πηγές
Του Γιάννη Γ. Χρηστάκη
(έκδοση Πνευματικού Κέντρου Δήμου Ιεράπετρας, Ηράκλειο 2004)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Τα μοναστήρια δεν υπήρξαν, σ᾿ όλη την ιστορική τους πορεία, μόνο «οίκοι» λατρείας, αλλά αποτέλεσαν συγχρόνως τα πνευματικά κέντρα του λαού μας, όταν η εκπαίδευση βρισκόταν υπό απηνή δίωξη από τους κατακτητές και όχι μόνο, ενώ κατά τις δύσκολες ιστορικές περιόδους του έθνους μας στήριξαν σθεναρά τους αγώνες του και πρόσφεραν εθνικές και κοινωνικές υπηρεσίες σ᾿ αυτόν.
Στα μοναστήρια καλλιεργήθηκαν τα Γράμματα και οι Τέχνες. Μέσα σ᾿ αυτά εύρισκαν καταφύγιο οι καταδιωκόμενοι, από τους εχθρούς, αγωνιστές κι απέβαιναν σπουδαία επαναστατικά κέντρα, ενώ οι ίδιοι οι μοναχοί άφηναν το Ψαλτήρι και το Οκτωήχι κι άδραχναν το γιαταγάνι και την μπιστόλα, για να πολεμήσουν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία».
Δεν ήταν ωστόσο μικρότερης σημασίας η προσφορά τους στις τοπικές κοινωνίες σε εποχές ειρήνης και ησυχίας. Εγκατεσπαρμένα σ᾿ όλη την έκταση της ελληνικής επικράτειας ήταν πάντοτε στηρίγματα ισχυρά της πίστης μας και του Έθνους μας. Η συμβολή τους σ᾿ όλο τα φάσμα της εθνικής μας ζωής ήταν πάντοτε σημαντική.
Στην Κρήτη, ιδιαίτερα, τα μοναστήρια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σ᾿ όλες τις ιστορικές περιόδους του νησιού. Κυρίως στην περίοδο της Ενετοκρατίας (1211-1669) και της Τουρκοκρατίας (1669-1898). Περιοχή όπου ο μοναχικός βίος πήρε μεγάλες διαστάσεις κατά την Ενετοκρατία ήταν κυρίως η νότια πλευρά του νησιού και μάλιστα ο νότιος ορεινός όγκος της, τα Αστερούσια ή Κόφηνας. Δεν υστέρησαν ωστόσο και οι άλλοι νομοί. Στο Νομό Λασιθίου υπήρξαν πολλά επώνυμα και μη μοναστήρια, που πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες και ανυπολόγιστη βοήθεια στον τόπο από εθνική, κοινωνική και πολιτιστική άποψη.
Ένα απ᾿ αυτά είναι και η Μονή της Παναγίας Καρυδίου στην περιοχή Μύθων Ιεράπετρας ή Παναγίας Καρυδιανής. Θα προσπαθήσομε να δώσομε σε αδρές γραμμές τη γενική εικόνα της ιστορικής της πορείας απ᾿ όσα στοιχεία έχομε, τα οποία δυστυχώς είναι πενιχρά, με στόχο να την προβάλομε και να την αναδείξομε, αφού δυστυχώς είναι πολύ λίγο γνωστή. Να σημειώσομε εδώ ότι ακόμη και ντόπιοι λόγιοι την αγνοούν και δεν την αναφέρουν στις μελέτες τους.
Η άγνοια της Μονής Καρυδιανής, θέλω να πιστεύω, ότι δεν προέρχεται από ηθελημένη παράβλεψη και σκοπιμότητα των μελετητών, αλλά κυρίως από τη δυσπρόσιτη και δύσβατη θέση της, στις νότιες υπώρειες των Λασιθιώτικων βουνών, που την καθιστούσε άγνωστη σ᾿ αυτούς.
Θα ήταν μάλιστα ευχής έργο, αν το πόνημα αυτό αποτελούσε απαρχή και έναυσμα για μια ευρύτερη και πιο εμπεριστατωμένη έρευνα από άλλους, ώστε να αποκτήσομε εναργέστερη και πιο καθαρή εικόνα για το άγιο αυτό «πρσκυνητάρι» της πίστης μας και της πατρίδας.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
Η Μονή Καρυδίου βρίσκεται στην περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος Μύθων του Δήμου Ιεράπετρας, δυτικά της πόλης και βορειοδυτικά του χωριού, σε οδική απόσταση, μέσω Μουρνιών και Ρίζας, 6 περίπου χιλιόμετρα, σε υψόμετρο 750 μ. Για όσους προτιμούν την οδοιπο-ρία υπάρχει μονοπάτι πρόσβασης μέσω των τοποθεσιών Οξά, Λενικά, Κάστελλος, Αβατουλάς, Καρύδι, δύο περίπου ωρών διαδρομή κοπιαστική και δύσκολη, ανατολικότερα της προηγούμενης διαδρομής.
Η τοποθεσία Καρύδι είναι ένα ονειρικό τοπίο, ένα μικρό πλάτωμα στις νότιες υπώρειες των Λασιθιώτικων βουνών, που μοιάζει με μπαλκόνι στα φρύδια της Δίκτης.
Από εδώ μπορεί κανείς να απολαύσει το πανέμορφο θέαμα της κοιλάδας του ποταμού Σαραντάπηχου και ν᾿ αγναντέψει σε μεγάλο βάθος το Λιβυκό, στο οποίο σαν μια αδρή γραμμή χαράσσεται το Γαϊ-δουρονήσι, η αρχαία Χρύσα, με την «ουρά» του στο ανατολικό του άκρο, το Μικρονήσι, την αρχαία Λητύη.
Το μάτι του παρατηρητή φτάνει ως πέρα μακριά στο βάθος της ανατολής, όπου αντικρίζει σαν μια γκρίζα ανοιχτόχρωμη κηλίδα την Ιεράπετρα, ενώ στην απέναντι οριογραμμή Μαλλών-Ανατολής αφήνεται στην κυριαρχία του πανοράματος των αισθήσεων.
Η ονομασία της περιοχής Καρύδι είναι φυτωνυμική. Προέρχεται σίγουρα από το καρποφόρο δένδρο καρυδιά, που υπάρχει σε μεγάλο αριθμό, παλαιότερα ίσως και σε μεγαλύτερο. Κάπου στη μέση του πλατώματος αναβλύζουν τα κρυστάλλινα και γάργαρα νερά μιας πηγής, που παλαιότερα τουλάχιστο, πριν το περισσότερο μέρος των νερών της μεταφερθεί στους Μύθους για ύδρευση, έδινε ζωντάνια σ᾿ ολόκληρη την περιοχή, όπου οργίαζε η βλάστηση και υπήρχαν πολλοί κήποι. Κυρίαρχα καρποφόρα δένδρα ήταν εκτός από την καρυδιά, η συκιά, η αχλαδιά, η αμυγδαλιά κ.ά., ενώ από τα δασικά δένδρα κυρίαρχη θέση κατέχουν οι πρίνοι και τα πεύκα.
Από τη βόρεια άκρη του πλατώματος άρχιζε το μεγάλο πευκοδάσος των Λασιθιώτικων βουνών, που κορυφωνόταν στην περιοχή Πελεκίδι, με σκουροπράσινες πινελιές στον απολαυστικό πίνακα της Καρυδιανής φύσης κάποια θεόρατα πρινάρια, ενώ από τη βορειοανατολική πλευρά του μια λουρίδα ομαλής γης φέρνει στους παλιούς παραθεριστικούς οικισμούς Αγία Μαρίνα, του δημοτικού διαμερίσματος Μεταξοχωρίου (Παρσά) και Μινό των Μύθων. Από τη δυτική αντίθετα φράσσεται από το μεγάλο λόφο Μαρουλοκεφάλα, που κρύβει τα χωριά Ρίζα, Μουρνιές και Γδόχια και το ανατολικό άκρο της επαρχίας Βιάννου. Ανάμεσα στη Μαρουλοκεφάλα και το Καρύδι ρέει ο χείμαρρος της Συρκωμένης, το ρυάκι, που κατεβαίνοντας, με ανατολική διεύθυνση, διασχίζει τους Μύθους και καταλήγει στον ποταμό Σαραντάπηχο.
Μέσα σ᾿ αυτή την πανέμορφη φύση, λίγα μόλις μέτρα δυτικά της πηγής, σε μια ήσυχη γωνιά, είναι κτισμένη η Μονή της Παναγίας της Καρυδιανής, σε μια φύση που από μόνης της φέρνει τον άνθρωπο κοντά στο Θεό και τον οδηγεί σε θεία «μέθεξη».
Στη θέση αυτή οι ευλαβείς κτίτορες της Μονής εναπόθεσαν την ευσέβεια τους στην Παναγία κτίζοντας τη Μονή που φέρει το όνομα της.
Ο ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΡΥΔΙ
Η τοποθεσία αυτή, με τον χαρισματικό χαρακτήρα της, την ομορφιά της και το άφθονο υγρό στοιχείο, με το οποίο την είχε επιδαψιλεύσει ο Θεός, δεν επελέγη μόνο ως τόπος «θείας οίκησης», αλλά και ως μέρος ανθρώπινης συνοίκησης.
Είναι βέβαιο ότι οι πρώτοι οικιστές, που εγκαταστάθηκαν εδώ, ίσως πριν από την ίδρυση της Μονής, ήταν βοσκοί. Είχαν τους κήπους τους και καλλιεργούσαν τα κτήματα τους, για να εξοικονομήσουν τα «προς το ζην αναγκαία» στην κλειστή γεωργική οικονομία της εποχής. Ίχνη των καλλιεργειών αυτών υπάρχουν άφθονα ακόμη και σήμερα (αλώνια, πεζούλες κ.λπ.). Γιατί ας μη νομίσομε ότι η κτηνοτροφία των μακρινών αυτών εποχών ήταν τόσο κερδοφόρα επιχείρηση όπως είναι σήμερα. Επίσης μια άλλη οικονομική επιχείρηση των παλιών κατοίκων του οικισμού ήταν η μελισσοκομία.
Στο πέρασμα του χρόνου τα μεμονωμένα εκείνα μιτάτα ασφαλώς αυξήθηκαν και σχημάτισαν κάποιες μικρές γειτονιές, που τελικά διαμορφώθηκαν σε δύο μεγαλύτερες, την Πάνω και την Κάτω γειτονιά, κτισμένη στο χείλος κυριολεκτικά του γκρεμού στη νότια άκρη του πλατώματος.
Με τον καιρό το Καρύδι απέβη θέρετρο των Μυθιανών, όπως και το Μινό και η Απάνω Σύμη. Και τούτο, γιατί κάτω από το χωριό υπήρχε μικρό έλος, η «Λίμνη», που αποτελούσε εστία για χιλιάδες κουνούπια, που με τα τσιμπήματα τους μετέδιδαν στους κατοίκους την ελονοσία, η οποία μάστιζε κυριολεκτικά τον τόπο. Μόνη τότε λύση απόμενε η προσωρινή, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, μετοίκηση των κατοίκων του χωριού σ᾿ έναν από τους παραπάνω παραθεριστικούς οικισμούς. Έτσι γλύτωναν από τα επικίνδυνα τσιμπήματα των «ανωφελών κωνώπων» και της χρήσης εξ αιτίας αυτών του κινίνου και της πικρότατης αντεμπρίνης .
Οι Μύθοι έτσι το καλοκαίρι ερήμωναν, γιατί όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του παραθέριζαν στα θέρετρα τους. Το 1940 όμως το έλος αποξηράνθηκε κι εξαλείφθηκε η επάρατη ελονοσία. Παρόλα αυτά το Καρύδε εξακολούθησε να σφύζει από ζωή κάθε καλοκαίρι με τους κήπους του, τις καλλιέργειες του, τους ανθρώπους του. Γιατί μπορεί μεν ο κόσμος αυτός να απαλλάχθηκε από τα κουνούπια, δε σταμάτησε όμως να ταλαιπωρείται από τις υψηλές θερμοκρασίες, από τις οποίες εύρισκε ανακούφιση στη δροσιά των 750 μ. του Καρυδιού. Ιδιαίτερα μεγάλη κίνηση υπήρχε στον οικισμό το Δεκαπενταύγουστο, που έρχονταν και κάποιοι ξένοι να παρακολουθήσουν τις κατανυκτικές ακολουθίες των παρακλητικών κανόνων, που ψάλλονταν στη Μονή.
Ήταν η μέγιστη ακμή του Καρυδιού, που βούιζε σα μελίσσι από τον κόσμο που έμενε στον οικισμό, το πρώτο μισό του περασμένου 20ου αιώνα. Ασφαλώς για το λόγο αυτό ο Ιωάννης Νουχάκης, στο αξιόλογο έργο του «Κρητική Χωρογραφία», στη σελίδα 83, ονομάζει τον οικισμό «έπαυλιν».
Σιγά-σιγά όμως το «έθιμο» της καλοκαιρινής «μετανάστευσης» των Μυθιανών ατόνησε και τελικά σταμάτησε και το τοπίο σχεδόν ερημώθηκε. Τώρα μόνο ελάχιστοι βοσκοί μένουν εκεί, που μάλιστα «ρέμπουνται» τα πάντα, χωρίς καμιά υποχρέωση σε κανένα.
Σήμερα το Καρύδι είναι τόπος έρημος, που δεν ακούς τίποτε άλλο παρά μόνο κουδούνια κοπαδιών και δε συναντάς παρά μόνο κάποιους βοσκούς να νέμονται, όπως και προηγουμένως είπαμε, τα πάντα, έτσι που ο τόπος αυτός να έχει χάσει την παλιά του αίγλη.
Είναι κρίμα οι όμορφοι τόποι μας να μεταβάλλονται σε «σεληνιακά τοπία» και να μετατρέπονται σε έρημους χώρους, χωρίς ζωή και σφρίγος. Αλλά ποιος να ενδιαφερθεί για τέτοιου είδους πράγματα, που θεωρούνται «παρανυχίδες», σε μια εποχή όπου τα πάντα μετριούνται μόνο με το χρήμα, την καλοπέραση και την «ευδαιμονία»
Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΙ Η ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ
Το πότε ιδρύθηκε η Μονή του Καρυδιού δεν είναι γνωστό. Έτσι μόνο με λογικούς συνειρμούς μπορούμε να προσεγγίσομε αυτό το θέμα.
Η μεγάλη άνθηση του μοναχισμού στην Κρήτη σημειώθηκε περί τα τέλη της Ενετοκρατίας στο νησί, τότε που είχαν διαμορφωθεί οι κατάλληλοι προς τούτο όροι και οι ευνοϊκές προϋποθέσεις και συνθήκες, οι οποίες είχαν να κάμουν με πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους.
Ιδρύθηκαν τότε νέα ή ανασυστάθηκαν παλιά ερειπωμένα και ξεχασμένα μοναστήρια στη νότια πλευρά του νησιού, σε μέρη δύσβατα και δυσπρόσιτα, που αποτέλεσαν ένα πυκνό δίκτυο μονών, όπου, εκτός από τη θεία λατρεία, οι ευσεβείς μοναχοί θεράπευαν τις Τέχνες και καλλιεργούσαν τα Γράμματα
Σ᾿ αυτή την περίοδο πρέπει να τοποθετήσει κανείς και την ίδρυση της Παναγίας της Καρυδιανής, στις απομονωμένες νότιες πλαγιές της Δίκτης. Θα πρέπει έτσι να δεχθούμε κατ᾿ ανάγκη ότι το μοναστήρι αυτό ιδρύθηκε από άγνωστο κτίτορα, μεταξύ του 14ου και του 16ου αιώνα. Στο υπέρθυρο της εισόδου του καθολικού έχει χαραχθεί μια χρονολογία, η οποία όμως δεν αναφέρεται στο έτος ίδρυσης, αλλά αντιστοιχεί σε χρονολογία αναστήλωσης ή ριζικής επισκευής μετά από κάποια καταστροφή.
Η χρονολογία αυτή δυστυχώς έχει υποστεί αλλεπάλληλα επιχρίσματα, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί δυσανάγνωστη. Ωστόσο πρόκειται περί ανακαίνισης, όπως θα δούμε παρακάτω.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα μπορούσα να διακινδυνεύσω μια υπόθεση. Είναι γνωστό ότι κατά τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο ιδρύθηκαν στην Κρήτη πολλά μοναστήρια, αρκετά από τα οποία υπήρχαν κατά την κατάκτηση του νησιού από τους Ενετούς, το 1211. Μερικά από τα μοναστήρια αυτά, αν και υπέστησαν ισχυρή πίεση από την παπική Εκκλησία, διατηρήθηκαν κι επέζησαν. Ένα τέτοιο μοναστήρι αναφέρεται σε έγγραφο του 1248 στην περιοχή Μύρτου με το όνομα Μonasterium Sfache, μοναστήρι Σφάκας, το οποίο ήταν αυτοκρατορικό (imreriale)1. Το μοναστήρι αυτό βρισκόταν, κατά πάσα πιθανότητα, εκεί που σήμερα είναι ο ναός του Αγίου Βασιλείου στο Μύρτο, κοντά στα ερείπια του υδρόμυλου της Χορεύτρας, όπου βρέθηκαν χαλάσματα τοιχογραφημένου παλιού ναού, όπως αναφέρει ο αείμνηστος δάσκαλος Γ. Δημητριανάκης2. Είναι όμως επίσης γνωστό ότι τα μοναστήρια αυτά, όσα βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, όπως η Μονή Σφάκας, από το 13ο αιώνα άρχισαν να απειλούνται από τις ληστοπειρατίες των Μπαρμπαρίνων πειρατών στην αρχή κι αργότερα από τις επιθέσεις και άλλων, όπως Τούρκων κλπ.. Κατ᾿ ανάγκη τότε άρχισαν να μεταναστεύουν στα ενδότερα για λόγους ασφάλειας.
Η υπόθεση μου λοιπόν είναι ότι το ίδιο ακριβώς έγινε και στην περίπτωση της Μονής Σφάκας του Μύρτου. Μετοίκησε βορειότερα, μακριά από τη θάλασσα, προκειμένου να διασωθεί από τις πειρατικές επιδρομές των κουρσάρων, γιατί βασικά ήταν αθέατη από το πέλαγος, αλλά και τόσο μακριά απ᾿ αυτό, που δεν μπορούσαν οι εχθροί μέσα σε μια νύκτα να επιδράμουν εναντίον της και να επιστρέψουν στα καράβια τους για να φύγουν. Έτσι η Μονή Καρυδίου δεν αποκλείεται να είναι η Μονή Σφάκας του Μύρτου. Αυτό όμως χρειάζεται επαλήθευση.
ΤΟ ΚΤΗΡΙΑΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ
Το κτηριακό συγκρότημα της Μονής βρισκόταν στη δυτική άκρη του οικισμού και σε μικρή απόσταση από την πηγή, το συνολικό εμβαδόν του οποίου ήταν λιγότερο από μισό στρέμμα.
Στο ανατολικό άκρο του συγκροτήματος, μέσα σ᾿ ένα αύλειο χώρο 200 περίπου τ.μ., πάνω σ᾿ ένα υπερυψωμένο επίπεδο, είναι κτισμένο το καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή, που γιορτάζει την Παρασκευή της Διακαινησίμου (Παρασκευή τω Σκολώ). Ο ναός είναι μικρός, 60 περίπου τ.μ.. Για το καθολικό θα αναφερθούμε παρακάτω εκτενέστερα.
Τα κελλιά ήταν κτισμένα σε δύο ομάδες, που τις χώριζε ίσως δημόσιος δρόμος. Τα περισσότερα, που δεν μπορεί να ήταν πάνω από 4-6, βρίσκονταν ενσωματωμένα στο κύριο συγκρότημα με το καθολικό. Τα υπόλοιπα 2,3 βρίσκονταν στη δυτική πλευρά του δρόμου, που χώριζε τις δυο ομάδες κελλιών, απέναντι από τ᾿ άλλα. Δεν αποκλείεται ωστόσο αυτά να ήταν «καταλύματα» υπηρετικού προσωπικού της Μονής ή άλλοι βοηθητικοί χώροι.
Στον αύλειο χώρο με το καθολικό μπαίνει κανείς από μια ευρύχωρη πέτρινη σκάλα στη νότια πλευρά του και στο ανατολικό της μέρος. Εκεί δίπλα στη σκάλα βρίσκεται και ο τάφος του τελευταίου ιερομόναχου Μελέτιου Τσιχλάκη. Άλλοι τάφοι, στους οποίους ίσως ενταφιάζονταν μοναχοί, βρίσκονταν στην εξωτερική βορειοανατολική γωνία του περιβόλου. Σ' αυτούς αργότερα, μετά το κλείσιμο της Μονής, ενταφιάζονταν λαϊκοί.
Δίπλα επίσης στον τάφο κι έξω από τον αύλειο χώρο θυμούμαι ότι ήταν κρεμασμένη η καμπάνα της Μονής, σ᾿ ένα πρόχειρο κατασκεύασμα από ξύλα.
Η κυρία είσοδος του κεντρικού τμήματος του κτηριακου συγκροτήματος ήταν από τον αύλειο χώρο, αν και κάποια κελλιά άνοιγαν κατ᾿ ευθείαν στο δρόμο. Ίσως κι αυτά να είχαν κτισθεί μεταγενέστερα. Οι τοίχοι που εγκλείουν το καθολικό είναι πέτρινοι μεγάλου πλάτους και αρκετού ύψους, ο βόρειος δε και αναλημματικός.
Για την ανοικοδόμηση του κτηριακου συγκροτήματος της Μονής έγιναν εκσκαπτικές εργασίες ισοπέδωσης του χώρου, αφού θεμελιώθηκε σε επικλινές έδαφος.
ΤΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΚΑΙ Η ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ
Το καθολικό, που είναι μικρός ναός αφιερωμένος στη Ζωοδόχο Πηγή, έχει κτισθεί κοντά στο ανατολικό τμήμα του αύλειου χώρου της Μονής. Έχει έκταση, όπως ήδη έχει ειπωθεί, 60 περίπου τ. μ., και είναι μονόκλιτη βασιλική. Σε κάποιο όμως έγγραφο αναφέρεται ότι παλαιότερα ήταν αφιερωμένο στο «Γενέσιον» της Θεοτόκου.
Στο δυτικό τοίχο του ναού υπήρχε φτιαγμένο με πετραδάκια (μωσαϊκό) ένα μικρό καραβάκι. Οι αλλεπάλληλες όμως επιστρώσεις του τοίχου με ασβέστη το εξαφάνισαν. Στο υπέρθυρο της εισόδου υπάρχει εγχάρακτη ανάγλυφη επιγραφή, στην οποία αναφέρεται μια χρονολογία. Απ᾿ αυτή μαθαίνομε ότι ανακαινίσθηκε το 1839. Ως ημερομηνία ανακαίνισης αναφέρεται η 1η Μαΐου, εφόσον φυσικά έγινε σωστά η ανάγνωση της.
Ο τεχνίτης που φιλοτέχνησε το επίγραμμα θα ήταν ολιγογράμματος
Η εγχάρακτη ανάγλυφη επιγραφή στο υπέρθυρο της εισόδου του καθολικού, με την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής από πάνω (2003) ή ακόμη και αγράμματος, γιατί το αρχικό γράμμα του μήνα το γράφει ανάποδα (W), αλλά και τη λέξη «ανακαινίσθη» ανορθόγραφα. Γράφει μέσα σ᾿ ένα αχνόφαντο πλαίσιο «1839, 1η Μαΐου, ανακενίσθηκε». Η τελευταία αυτή λέξη είναι γραμμένη σε δύο στίχους. Η χρονολογία αυτή συμπίπτει με την Αιγυπτιοκρατία στην Κρήτη, κατά την οποία είχε χαλαρώσει η απαγόρευση ανέγερσης, επισκευής και ανακαίνισης των χριστιανικών ναών, που εφάρμοζαν οι Τούρκοι.
Ανακαίνιση όμως του ναού έγινε και στις αρχές του 20ου αιώνα από τον ιερομόναχο Μελέτιο Τσιχλάκη, όπως προκύπτει από το με αριθ. πρωτ. 432/14-5-1904 έγγραφο της Επισκοπής Ιεράς και Σητείας, που υπογράφεται από τον Επίσκοπο Αμβρόσιο Σφακιανάκη. Με το έγγραφο αυτό καλείται το χριστεπώνυμο πλήρωμα της επισκοπικής περιφέρειας να βοηθήσει τον οικονόμο της Μονής, «όστις και είχε ανακαινίσει την Μονήν ταύτην, όπως δυνηθεί και πάλιν να την επιδιορθώσει και να την καταστήσει όπως ήτο πρότερον». Το έγγραφο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι διενεργήθηκε κάποιος έρανος.
Η ανακαίνιση, για την οποία κάνει λόγο το έγγραφο, έγινε ασφαλέστατα πριν από το 1904, μεταξύ δηλ. των ετών 1900, που ο Μελέτιος βρισκόταν στην Καρυδιανή και 1904 που είναι η χρονολογία σύνταξης του. Εκτός και αν δεχθούμε ότι ο ιερομόναχος βρισκόταν στη Μονή και πριν από το 1900, οπότε η ανακαίνιση μπορεί να έγινε και πριν από τη χρονολογία αυτή, δηλ. περί τα τέλη του 19ου αιώνα.
Πριν από είκοσι και πλέον έτη ο ναός υπέστη ιεροσυλία. Βάνδαλοι αφαίρεσαν τα δωδεκάορτα και αρκετές παλιές εικόνες και σήκωσαν ολόκληρο το τέμπλο και το πήραν. Η μόνη παλιά εικόνα που έμεινε εκεί είναι της Ζωοδόχου Πηγής, καθώς και μία άλλη, που φυλάσσεται στο ναό του Αγίου Γεωργίου στους Μύθους, όπως μου είπε αρμόδιο πρόσωπο. Οι περισσότερες από τις εικόνες που σήμερα υπάρχουν στη Μονή είναι φιλοτεχνημένες από τον αγιογράφο ιερέα Μανουσάκη, για τον οποίο δεν έχομε στοιχεία.
Ο ναός θα ήταν ασφαλώς τοιχογραφημένος, αν και δεν αναφέρεται στον «Τοπογραφικό κατάλογο των τοιχογραφημένιον εκκλησιών της Κρήτης» του G. Gerola. Το γεγονός όμως θεωρείται πολύ φυσικό, αφού, όταν ο συγγραφέας του καταλόγου ήρθε στην Κρήτη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, οι τοιχογραφίες θα είχαν καταστραφεί ή από επιχρίσματα, που έκαμαν απλοϊκοί άνθρωποι ή από πυρπολήσεις των κατακτητών κατά τα χρόνια των επαναστάσεων.
Ο ναός γιορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινησίμου, «τω Σχολώ την Παρασκή», όπως λέει ο κόσμος. Πανηγυρίζει ωστόσο και κάθε φορά που είναι εορτή της Παναγίας, στην Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αὐγούστου), στο Γενέσιόν της (8 Σεπτεμβρίου) και στην Υπαπαντή (2 Φεβρουαρίου). Περιέργως δεν εορτάζει στα Εισόδια της Θεοτόκου, στις 21 Νοεμβρίου.
ΟΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ-ΟΧΥΡΩΣΗ
Από τη βόρεια πλευρά του κτηριακού συγκροτήματος και με μεγαλύτερο πλάτος απ᾿ αυτό άρχιζε ένα κτήμα της Μονής, που βέβαια τώρα δεν ανήκει σ᾿ αυτή, γιατί, όπως θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο, έχει πουληθεί. Το κτήμα αυτό ανέβαινε με ελαφρά κλίση, για να καταλήξει σ᾿ ένα βραχώδη λόφο, που απέχει από τη Μονή τουλάχιστο 150-200 μ.
Στην κορυφή του λόφου αυτού υπάρχουν αρκετά χαλάσματα. Αυτά αποτελούνται από ένα μεγάλο δωμάτιο 13X5 μ. με πρόσοψη προς νότο, όπως και όλα τ᾿' άλλα, ενώ από τη δυτική του πλευρά βρίσκονται δύο άλλα μικρότερα 7X5 και 3X4 μ. αντίστοιχα. Το σύστημα αυτό των δωματίων μοιάζει να ήταν στάβλοι της Μονής, ποιμνιοστάσιό της, δηλ. το Βορδωναρείον της, με τα σχετικά παραρτήματά του, αν και η παράδοση το θέλει να ανήκε σε κάποιο Σταυρουλόπετρο. Και φυσικά αυτό δεν αποκλείει την περίπτωση να αποτελούσε παράρτημα της Μονής, με τη χρήση που προαναφέραμε. Εκ των υστέρων, είναι πιθανόν, με κάποιο τρόπο, να περιήλθε στην ιδιοχρησία του.
Εντύπωση προκαλεί ένα μετρίων διαστάσεων δωμάτιο 10X4 μ. νότια του μεσαίου, αλλά ξεκομμένου απ᾿ αυτά, του οποίου ο νότιος προς τη Μονή τοίχος και σε ύψος καθιστού ανθρώπου φέρει οπή, που μοιάζει με τυφεκιοθυρίδα (πολεμίστρα). Το υπόλοιπο τμήμα του τοίχου, που είναι ο μακρύτερος (10 μ.), είναι χαλασμένος σχεδόν από το δάπεδο του και δε μας επιτρέπει να διαπιστώσομε αν υπήρχαν και άλλες. Η «πονηρή» υποψία μας στρέφεται στο ότι το δωμάτιο αυτό χρησίμευε ως αμυντικό τμήμα του συγκροτήματος. Η άποψη αυτή στηρίζεται, πέρα από την ενδεικτική πολεμίστρα, και στους παρακάτω ισχυρούς λόγους:
1. Το δωμάτιο αυτό είναι συμπληρωματικό, που δείχνει ότι η λειτουργικότητα του δεν εντασσόταν στη γενικότερη λειτουργία των βοηθητικών χώρων.
2. Η θέση του και ολόκληρου του συγκροτήματος των βοηθητικών χώρων είναι πολύ οχυρή. Προστατεύεται από βόρεια και δυτικά από τεράστιους βράχους υψηλούς και οξυκόρυφους, καθώς και από μεγάλο εκπεσμό. Και
3. Από τη νότια πλευρά του έχουν κατασκευασθεί μερικές αναβαθμίδες (τοίχοι αντιστήριξης του εδάφους), που μοιάζουν να έπαιζαν το ρόλο των αναχωμάτων, που προορίζονταν να ανακόπτουν την προέλαση ανεπιθύμητων επισκεπτών. Η προσέγγιση των βοηθητικών χώρων μπορούσε να γίνει μόνο από την ανατολική του πλευρά
Μ᾿ άλλα λόγια το συγκρότημα αυτό, που ήταν εξάλλου τόσο κοντά στη Μονή, χρησιμοποιούνταν στους ειρηνικούς χρόνους ως βοηθητικός χώρος, ενώ σε έκρυθμες καταστάσεις ως καταφύγιο και οχυρό των μοναχών της Μονής.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Η μοναστική κοινότητα της Μονής δεν ήταν ποτέ πολυπληθής, κι αυτό δεν προκύπτει από καταλόγους μοναχών, γιατί τέτοιοι κατάλογοι δεν υπάρχουν, αλλά από το ότι τα κελλιά της ήταν λίγα. Έτσι λογικοί συνειρμοί συνηγορούν για ένα σώμα μοναχών ολιγομελές, που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τους οκτώ με δέκα, κατά τη μεγάλη ακμή της Μονής. Κι αυτό τεκμηριώνεται από ένα πίνακα, των εγκαταστάσεων της, με ημερομηνία σύνταξης 11-5-1923, στον οποίο αναφέρεται «Περιφέρεια ή μάλλον Περιοχή του Μονυδρίου Καρυδιανής, παραρτήματος της Ιεράς Μονής Φανερωμένης. Μίαν εκκλησίαν επ᾿ ονόματι Γέννησις της Θεοτόκου, οκτώ δωμάτια (κελλιά)».
Η Μονή ήταν αυθύπαρκτη, ίσως μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και μάλλον κοινοβιακή. Ύστερα έγινε παράρτημα της Μονής Φανερωμένης των Γουρνιών, στα όρια του Δήμου Ιεράπετρας και Δήμου Αγίου Νικολάου, σύμφωνα με το νόμο 553/1903, που θα δούμε παρακάτω.
Οι μονές της Κρήτης, στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν περίπου εκατό. Όταν όμως, μετά την απελευθέρωση του νησιού, ο τόπος πέρασε διάφορους κλυδωνισμούς, οι διατηρητέες μόνιμες μονές ήταν ελάχιστες.
Το 1900 συντάχθηκε, σ᾿ αντικατάσταση εκείνου που ίσχυε από το 1870, νέος «διοργανισμός» λειτουργίας των μονών της Κρήτης και κυρώθηκε με το νόμο της Κρητικής Πολιτείας 276. Σύμφωνα μ᾿ αυτόν μια Μονή διαλυόταν μόλις ο αριθμός των μοναχών της κατέβαινε κάτω από έξι. Σ᾿ αυτές συμπεριλαμβανόταν και η Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Όλες οι άλλες κρίθηκαν άμεσα διαλυτέες.
Όμως ο νέος νόμος 553/1903, που θεσπίσθηκε, παρά την αντίθετη γνώμη της Εκκλησίας, ανασύστησε, ως αυτοτελείς μεν μονές, αυτές που είχαν περισσότερους από έξι μοναχούς, ως παραρτήματα δε άλλων μονών όσες είχαν λιγότερους από έξι.
Έτσι ανασυστήθηκε ως αυτοτελής Μονή η Φανερωμένη και ως παράρτημα της η Καρυδιανή. Ως παράρτημα δε λειτούργησε μέχρι το 1928, που πέθανε ο τελευταίος της μοναχός Μελέτιος Τσιχλάκης, για τον οποίο θα κάμομε εκτενέστερο λόγο παρακάτω.
Ειπώθηκε προηγουμένως ότι η Μονή Καρυδίου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν αυθύπαρκτη. Από μια έκθεση, που είναι καταχωρισμένη στο Αρχείο της Μητρόπολης Πέτρας στη Νεάπολη3, συντάκτης της οποίας είναι ο Κων/νος Τζανακάκης, μέλος της Μοναστηριακής Επιτροπείας Λασιθίου4, μαθαίνομε ότι το «μονύδριον τούτο ήτον άλλοτε Μονή αυθύπαρκτη με εννέα αδελφούς και ήτον αυτάρκης».
Φαίνεται έτσι καθαρά ότι ο αριθμός των μοναχών δεν υπερέβαινε τον αριθμό που προαναφέραμε και ότι η περιουσία της Μονής ήταν ικανή να θρέψει τους μοναχούς της και να θεραπεύει τις διάφορες ανάγκες της. Πίνακα μοναχών πλήρη, όπως και παραπάνω σημειώσαμε, δεν έχομε, γι᾿ αυτό και δε γνωρίζομε τα ονόματα των μοναχών, που μόνασαν στη Μονή αυτή.
Ένας από τους μοναχούς πάντως που μόνασε στη Μονή και μάλιστα ο τελευταίος, δεσπόζουσα φυσιογνωμία, ίσως από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μέχρι και το τέλος της ζωής του, είναι ο ιερομόναχος Μελέτιος Τσιχλάκης.
Ο Μελέτιος Τσιχλάκης γεννήθηκε στο Καμινάκι Λασιθίου το 1848. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Μοναχός «εκάρη» στις 30 Ιανουαρίου 1876 από τον Επίσκοπο Ιεράς και Σητείας Νεόφυτο Καλογερίδη στη Μονή Φανερωμένης. Από τη χρονολογία αυτή μέχρι τις 30 Μαρτίου 1901 που προσήλθε στη Μονή Φανερωμένης, δε γνωρίζομε πού μόναζε. Υποθέτομε όμως ότι δεν μπορεί παρά να μόναζε σε μια από τις δυο φημισμένες μονές τους Οροπεδίου Λασιθίου Κρουσταλλένια και Βιδιανή.
Από μια κατάσταση μοναχών της Μονής Φανερωμένης με αριθ. πρωτ. 18/19-7-1918, την οποία υπογράφουν ο ηγούμενος της Μονής Γεράσιμος Σουργιαδάκης και ο σύμβουλος Φιλόθεος Αθανασάκης, γνωρίζομε ότι ο Μελέτιος ήταν μοναχός στη Μονή Παναγίας Καρυδιανής από τις 10-8-1918. Όμως η χρονολογία αυτή ελέγχεται ως μη ακριβής. Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι στη Μονή με πρόσκληση του ιερομόναχου Μελετίου Τσιχλάκη προσήλθε ως ιεροψάλτης σε νεαρότατη ηλικία ο μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης, οποίος γεννήθηκε το 1871, στο χωριό Παρσά Ιεράπετρας. Άρα το γεγονός αυτό πρέπει να συνέβη στο τέλος της δεκαετίας του 1880, που σημαίνει ότι ο ιερομόναχος Μελέτιος θα πρέπει να βρισκόταν στην Παναγία την Καρυδιανή από τότε. Αυτό υποστηρίζει και ο σπουδαιότερος βιογράφος του Μεταξάκη Θεοχάρης Προβατάκης5. Από το έγγραφο δε φαίνεται, αν ήταν η έναρξη τού μοναχικού βίου του ή αν τότε ήταν ήδη μοναχός, οπωσδήποτε όμως το 1900 βρισκόταν στη Μονή Καρυδίου.
Ο ιερομόναχος Μελέτιος Τσιχλάκης, όταν η Μονή Καρυδιανής αποτελούσε παράρτημα της Μονής Φανερωμένης, είχε μ᾿ αυτή μόνο απλές διοικητικές σχέσεις. Και τούτο, γιατί ασφαλώς τον εμπιστεύονταν απόλυτα. Αυτό προκύπτει ως λογικό συμπέρασμα από το γεγονός ότι ουδέποτε αντικαταστάθηκε, όπως συνηθιζόταν για τα μοναστηριακά παραρτήματα την εποχή αυτή. Συγχρόνως δείχνει και την αγάπη του στη Μονή του. Η εμπιστοσύνη αυτή οφειλόταν στην ακεραιότητα του χαρακτήρα του και στην εντιμότητα του. Ο Επίσκοπος Αμβρόσιος σε έγγραφο του τον αποκαλεί «άνδρα δραστήριον» και «πανοσιώτατον εν ιερομονάχοις»6.
Λίγο πριν από το θάνατο του, το 1928, και μετά τη μεταβίβαση μέρους της μοναστηριακής γεωργικής περιουσίας στο Εφεδρικό Ταμείο (ν. 3345/1925 «Περί Ταμείων Εφέδριον Πολεμιστών Κρήτης») ανακλήθηκε στη Μονή Φανερωμένης, όπως μας πληροφορεί το με αριθ. πρωτ. 27/11/2-2-1927 έγγραφο του Επισκόπου Αμβροσίου προς τον ηγούμενο της Φανερωμένης Γρηγόριο. Μετά όμως από λίγο επανέκαμψε στη Μονή του, όπου και απέθανε στις 8-3-1928. Σήμερα ο τάφος του βρίσκεται αριστερά στη σκάλα της εισόδου, στον αυλόγυρο της Μονής.
Στη Μονή Καρυδίου το 1903 μονάζουν τέσσερις μοναχοί. Αυτό βεβαιώνει ένα έγγραφο του Επισκόπου Ιεράς και Σητείας Αμβροσίου προς το μητροπολίτη Κρήτης, με το οποίο του διεκτραγωδεί την άθλια οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει το προσωπικό της Μονής Καρυδίου, μετά την ψήφιση του νόμου 553, άρθρο 2, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να ανασυσταθούν οι μονές, που είχαν διαλυθεί με το νόμο 276/1900. Απ᾿ αυτό φαίνεται καθαρά ότι ο Αμβρόσιος δε συμφωνεί με την ανασύσταση, αφού εκ των πραγμάτων δεν είναι οικονομικά βιώσιμες, τουλάχιστον αυτή στην οποία αναφέρεται το εν λόγω έγγραφο. Το παραθέτομε αυτούσιο:
«Αριθ. Πρωτ. 366
Διεκπ. 236
Προς Την Ιεράν Μητρόπολιν Κρήτης
Σεβασμιώτατε
Κατά την προ διετίας περίπου ενοικίασιν των μοναστηριακών κτημάτων, τα κτήματα της Μονής Καρυδιωτίσσης ενοικιάσθησαν δια μίαν εξαετίαν αντί μισθώματος δρχ. 106. Φαντασθείτε λοιπόν μετά την μίσθωσιν αν θα είναι δυνατόν τέσσαρες άνθρωποι και εν ζώον να συντηρηθούν.
Εν Αγιασμένῳ τη 9η Αυγούστου 1903
Της Υμετέρας σεβασμιότητος Υιός εν Χριστώ ευπειθέστατος
Ο Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος».
Υποθέτομε ότι οι τέσσερις αυτοί μοναχοί πρέπει να ήταν οι αναφερόμενοι παρακάτω μαζί με το Μελέτιο, οι δύο από τους οποίους αναγκάσθηκαν για οικονομικούς λόγους να εγκαταλείψουν τη Μονή, αργότερα δε και ο άλλος, ώστε να μείνει μόνος ο Μελέτιος Τσιχλής, όπως ονομάζεται σ᾿ ένα έγγραφο, μέχρι που μπορούσε να αυτοεξυπηρετείται.
Στη Μονή Καρυδίου μόνασε και ο Γερμανός Παπαδάκης από το Μύρτο, κατά τα έτη 1904 και 1905. Ο Γερμανός, που ήταν ολιγογράμματος, αφού έγραφε λάθος ακόμη και το όνομα του, εκάρη μοναχός στη Μονή Φανερωμένης στις 21-5-1896. Καταγόταν κατά πάσα πιθανότητα από την οικογένεια του Μυρτιανού Παπα-Γιώργη Παπαδάκη, ιερέα του Μύρτου από το 1880-1910. Το τελευταίο διάστημα της ζωής του ο Γερμανός μόνασε στη Μονή Κρουσταλλένιας, όπου και πέθανε την 1 Ιουλίου 1907.
Κατά τα έτη 1906, 1907 συναντούμε μοναχό στην Καρυδιανή τον Γεώργ. Ραϊνάκη από το Χουμεριάκο, ο οποίος τελικά το έτος αυτό εγκαθίσταται στην Επισκοπή Ιεράς και Σητείας7.
Στη Μονή Καρυδίου μόνασε και ο Φιλόθεος Αθανασάκης, ο οποίος εκ λάθους σε κάποιο έγγραφο ονομάζεται Θεόφιλος. Το όνομα του κατά κόσμο ήταν Φραγκιάς και καταγόταν κι αυτός από το Καμινάκι Λασιθίου, όπου και γεννήθηκε το 1876. Στις 15-8-1996 περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα στη Μονή Φανερωμένης από τον Επίσκοπο Αμβρόσιο. Κάποιο χρονικό διάστημα τού είχαν ανατεθεί καθήκοντα οικονόμου στη Μονή Καψά (1902). Το 1910 ορίσθηκε επιστάτης της Μονής Φανερωμένης (έγγραφο 406/24-8-1910). Στην Καρυδιανή βρισκόταν, λίγο πριν από το θάνατο του Μελετίου, το 1928, με την ιδιότητα του οικονόμου, θέση στην οποία τον διόρισε ο Αρχιερατικός Επίτροπος της Επισκοπής Αμβρόσιος Φωνιαδάκης, αφού ο Μελέτιος ήταν τυφλός και προχωρημένης ηλικίας και δεν μπορούσε να ασκεί πια τα καθήκοντα του. Πέθανε στις 27 -11-1928 στη Γρα-Λυγιά, όπου εκτελούσε χρέη εφημερίου.